Τα μετρητά σε τραπεζικό λογαριασμό αντιπροσωπεύουν φυσικά χρήματα, δηλαδή χαρτονομίσματα και κέρματα, τα οποία είτε κατατίθενται σε τράπεζες μέσω ταμείου ή ΑΤΜ είτε τηρούνται ήδη σε λογαριασμό. Τα ποσά αυτά είναι άμεσα διαθέσιμα για αναλήψεις, πληρωμές ή μεταφορές και συνήθως δεν δεσμεύονται, εκτός αν πρόκειται για ειδικούς τύπους λογαριασμών.
Σύμφωνα με τη νομοθεσία για την πρόληψη νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, οι τράπεζες υποχρεούνται να καταγράφουν και να αναφέρουν καταθέσεις που υπερβαίνουν συγκεκριμένα όρια στις αρμόδιες αρχές. Η διατήρηση χρημάτων σε τραπεζικό λογαριασμό προσφέρει ασφάλεια σε σχέση με την κατοχή τους στο σπίτι και δίνει τη δυνατότητα αξιοποίησης μέσω τόκων ή άλλων τραπεζικών προϊόντων.
Η φορολογική αρχή, εντοπίζοντας καταθέσεις μετρητών στον τραπεζικό λογαριασμό, ζήτησε τεκμηρίωση από πολίτη για την προέλευσή τους. Ωστόσο, το διαθέσιμο πραγματικό κεφάλαιο των παρελθόντων ετών δεν κρίθηκε επαρκές για να αιτιολογήσει τις επίμαχες καταθέσεις, με αποτέλεσμα η προσφυγή να απορριφθεί.
Σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, οποιαδήποτε προσαύξηση περιουσίας από άγνωστη, παράνομη ή αδικαιολόγητη πηγή θεωρείται κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα και φορολογείται με συντελεστή 33%.
Παραδείγματα:
Ελεύθερος επαγγελματίας: Κατέθεσε 50.000 ευρώ το 2022, ισχυριζόμενος ότι προέρχονται από χρήματα που αποταμίευσε το 2016. Ο έλεγχος έδειξε ότι το δηλωθέν εισόδημα 2015–2017 ήταν συνολικά 30.000 ευρώ, με δαπάνες άνω των 40.000 ευρώ. Η κατάθεση θεωρήθηκε αδικαιολόγητη.
Μισθωτός: Κατέθεσε 20.000 ευρώ το 2023, ισχυριζόμενος ότι προέρχονται από χρήματα που είχε στο σπίτι από το 2019. Παρά την ύπαρξη επαρκούς εισοδήματος, δεν υπήρξε καταγραφή σε προηγούμενες δηλώσεις ή σε Πόθεν Έσχες. Η επίκληση των μετρητών δεν έγινε δεκτή.
Η υπόθεση καταδεικνύει τη σημασία της τεκμηρίωσης της προέλευσης των καταθέσεων και της τήρησης των τραπεζικών καταθέσεων σε συνδυασμό με τις φορολογικές δηλώσεις για την αποφυγή προστίμων και επιβολής φόρων.