Για καταστροφικές συνέπειες στο περιβάλλον και τη βλάστηση στο νησί των Κυθήρων, κάνει λόγο ο Ευθύμης Λέκκας μετά την τελευταία μεγάλη φωτιά που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη.
Ο καθηγητής τονίζει πως η φωτιά αυτή, που έρχεται στην ίδια περιοχή με την μεγάλη πυρκαγιά του 2017, ουσιαστικά έκαψε και κάθε πιθανότητα ανάκαμψης του πρασίνου στην περιοχή, με το νησί να κινδυνεύει να μπει σε μια περίοδο ερημοποίησης όσον αφορά τα φυσικά της χαρακτηριστικά.
Η εκτίμηση Λέκκα – Τι αναφέρει στην ανάλυσή του
«Τα Κύθηρα αποτελούν μια αυτοτελή περιβαλλοντική ενότητα, η οποία χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα βιο- και γεω- περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά. Η εξαιρετικά πολύπλοκη γεωλογική δομή, η έντονη νεοτεκτονική παραμόρφωση και οι γεωδυναμικές διεργασίες, οι οποίες οφείλονται στη θέση των Κυθήρων κοντά στο Ελληνικό Σεισμικό Τόξο, η μοναδική μορφολογία του εδάφους, η σύνθεση των γεωλογικών σχηματισμών, οι εδαφικοί πόροι και η μοναδική χλωρίδα και πανίδα είναι τα κυρίαρχα στοιχεία της μοναδικής περιβαλλοντικής ιδιομορφίας.
Οι πυρκαγιές που εκδηλώθηκαν το καλοκαίρι του 2017 και οι οποίες έκαψαν πάνω από 100.000 στρέμματα στον κεντρικό κορμό του δασικού ιστού των Κυθήρων, σύμφωνα με έρευνες που εκπονήθηκαν αμέσως μετά από το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών «Στρατηγικές Διαχείρισης Περιβάλλοντος, Καταστροφών και Κρίσεων» του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών ήταν καθοριστικές για το οικοσύστημα, τα υπόγεια και επιφανειακά νερά, τα πλημμυρικά φαινόμενα, τη θερμοκρασία του εδάφους, ενώ η χλωρίδα και η πανίδα, παρά την τεράστια καταστροφή, παρουσίαζαν τα τελευταία χρόνια σαφή ανάκαμψη λόγω ακριβώς των συγκεκριμένων πλεονεκτημάτων που αναφέρθηκαν.
Η μεγάλη δασική πυρκαγιά, η οποία είναι ακόμα σε εξέλιξη, επεκτάθηκε στην ίδια σχεδόν περιοχή, στην οποία είχε αναπτυχθεί και η πυρκαγιά του 2017, και αποτελεί ένα τεράστιο πλήγμα στην υφιστάμενη περιβαλλοντική κατάσταση των Κυθήρων.
Το δάσος που κάηκε και το οποίο είχε τάσεις ανάκαμψης πολύ δύσκολα θα μπορέσει πια να διασωθεί. Οι εδαφικοί πόροι υποβαθμίζονται σημαντικά από την νέα δασική πυρκαγιά, δεδομένου ότι το δυναμικό διάβρωσης του εδάφους αυξάνεται εκθετικά με αποτέλεσμα η φυσική χλωρίδα και οι καλλιέργειες να μην μπορούν να αναπτυχθούν, παρασύροντας σε εξαφάνιση και ένα ιδιαίτερο περιβάλλον, στο οποίο αναπτύσσεται και η μελισσοκομία. Τα επιφανειακά νερά αντί να τροφοδοτήσουν ιδιαίτερες περιοχές, όπως για παράδειγμα τους καταρράκτες στον Μυλοπόταμο, είναι πολύ πιθανό να δημιουργήσουν έντονα πλημμυρικά φαινόμενα, ενώ παράλληλα οι δυνατότητες κατείσδυσης θα είναι εξαιρετικά περιορισμένες με σημαντική ποιοτική και ποσοτική υποβάθμιση των υπόγειων υδροφορέων.
Όλα αυτά συνιστούν την ταχεία ερημοποίηση των Κυθήρων δηλαδή την πλήρη αδυναμία της περιοχής να υποστηρίξει τις φυσικές διεργασίες και τις ανθρώπινες δραστηριότητες.
Η περαιτέρω περιβαλλοντική υποβάθμιση των Κυθήρων μπορεί να περιοριστεί μόνο μέσα από ένα πολυθεματικό πρόγραμμα δράσεων της Κεντρικής Διοίκησης και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, η εξέλιξη του οποίου θα αποτιμάται συνεχώς, δεδομένου ότι οι ανθρώπινες παρεμβάσεις στις μετα-καταστροφικές εξελισσόμενες φυσικό–περιβαλλοντικές διεργασίες τις περισσότερες φορές δεν συμβάλλουν στην επανάκαμψη».