Αναφέρομαι στην παράσταση επειδή κατά κάποιον τρόπο με παραπέμπει και στον προβληματισμό του Αλέξη Τσίπρα για το ποιους συντρόφους του θα πάρει ή δεν θα πάρει στο κόμμα που ετοιμάζει. Θα πάρει τον Φλαμπουράρη και δεν θα πάρει τον Πολάκη; Θα έχει στο πλευρό του την Ολγα Γεροβασίλη, αλλά όχι τον Νίκο Παππά; Δεν θέλει τον Σκουρλέτη και τον Φίλη, αλλά λέει «ψωμί κι αλάτι» στην Αχτσιόγλου και τον Τζανακόπουλο; Μακριά -και ούτε καν αγαπημένοι- με τον Βαρουφάκη και τη Ζωή Κωνσταντοπούλου, αλλά έχει μια μεγάλη αγκαλιά για τον Πέτρο Κόκκαλη και τον Ηλία Μόσιαλο, τον πρώην υπουργό του Γιώργου Παπανδρέου; Θα αφήσουν τα κόμματά τους ο Σωκράτης Φάμελλος και ο Αλέξης Χαρίτσης και θα προσχωρήσουν στη Δημοκρατική Πορεία ή όπως αλλιώς θα ονομάζεται το νέο κόμμα ή το εκλογικό μέτωπο με επικεφαλής τον Τσίπρα;
Σε κάθε περίπτωση, πολλά ονόματα γράφονται και σβήνονται στο καρνέ του Αλέξη. Οχι μόνο αυτών που θέλει, αλλά και αυτών που δεν ανταποκρίνονται στις σχετικές κρούσεις που τους έχουν γίνει είτε από τον ίδιο, είτε από τον μέχρι πρότινος διευθυντή του Ινστιτούτου του Βαγγέλη Καλπαδάκη, είτε από τον διευθυντή του γραφείου του Μιχάλη Καλογήρου, συνεπικουρούμενο από την Ιωάννα Πεππέ, είτε από την Γιώργο Βασιλειάδη, που έχει αναλάβει το οργανωτικό σκέλος του εγχειρήματος και ο οποίος σε καθημερινή βάση συνομιλεί με στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, της Νέας Αριστεράς, αλλά και πασοκογενείς, όπως ο Χάρης Τσιόκας, η Ζωή Καρκούλια και άλλοι/ες.
Υψηλά στις προτιμήσεις του Αλέξη είναι οι πανεπιστημιακοί, οι αυτοδιοικητικοί παράγοντες και όσοι ηγούνται ή πρωταγωνιστούν σε μεγάλες κοινωνικές οργανώσεις, όπως είναι ο ΔΣΑ, το ΕΕΑ, η ΓΣΕΒΕΕ, η ΑΔΕΔΥ, ή διακρίθηκαν σε θέσεις ευθύνης, όπως ο Χρήστος Ράμμος στην Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών. Βέβαια, ο Αλέξης μπορεί να θέλει, όμως οι περισσότεροι εξ αυτών (Βερβεσός, Χατζηθεοδοσίου, Καββαθάς κ.ά.) πολιτικά ανήκουν στο ΠΑΣΟΚ και είναι δύσκολο να φύγουν, αφού παρασκηνιακά μετείχαν -και συνεχίζουν να μετέχουν- στις διεργασίες για την ηγεσία και την επόμενη μέρα στη Χαριλάου Τρικούπη.
Αυτό είναι και το μεγάλο πρόβλημα του Αλέξη Τσίπρα στις στρατολογήσεις για το -υπό ίδρυση- κόμμα του: τα προβεβλημένα κοινωνικά και πολιτικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ που θα μπορούσαν να του προσφέρουν ευρύτερη εκλογική απήχηση συμπορεύονται είτε με τον Νίκο Ανδρουλάκη, είτε με τον Χάρη Δούκα, ή με τον Παύλο Γερουλάνο, ή με την Αννα Διαμαντοπούλου.
Το ίδιο ισχύει και για τους παπανδρεϊκούς. Ελάχιστοι είναι αυτοί που θα δοκίμαζαν την τύχη τους με ένα «κόμμα Τσίπρα». Μεσαία και περιφερειακά στελέχη καθώς και κάποιοι ψηφοφόροι θα μπορούσαν ίσως να δώσουν μια δεύτερη ευκαιρία στον Τσίπρα. Οπως εκτιμούν, όμως, η Χαριλάου Τρικούπη και αρκετοί αναλυτές, συνεπικουρούμενοι και από δημοσκόπους, δεν είναι αρκετοί για να δώσουν στον Τσίπρα τη δεύτερη θέση στις εκλογές, που φαίνεται ότι είναι και ο ρεαλιστικός στόχος του.





Μειοψηφική επιλογή
Η συγχώνευση των κομμάτων και των τμημάτων που προέκυψαν από τις διασπάσεις του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι κάτι οργανωτικά εφικτό, ούτε πολιτικά ελκυστικό, και οπωσδήποτε δεν θα το ήθελε ούτε ο Τσίπρας, αφού εκλογικά όχι μόνο είναι μειοψηφικό, αλλά τα ποσοστά που θα συγκέντρωνε ένας φορέας κομματικών συγκολλήσεων, ακόμη κι αν επικεφαλής ήταν ο Τσίπρας, θα υπολείπονταν του ΠΑΣΟΚ, ενδεχομένως και της Πλεύσης Ελευθερίας.
Και φυσικά τα πράγματα θα ήταν ακόμη χειρότερα αν στο μεταξύ ευδοκιμούσε και η συγκρότηση ενός «λαϊκοπατριωτικού» κόμματος, υπό τον Αντώνη Σαμαρά. Αναφερόμαστε στον Σαμαρά επειδή το τελευταίο διάστημα ο Τσίπρας φαίνεται να δίνει έμφαση στα εθνικά θέματα καθώς και στη μετανάστευση, στα οποία αναφέρεται κατά κόρον ο Αντώνης και με τα οποία συμφωνεί και έτερος Καππαδόκης, ο Κώστας Καραμανλής του Αλεξάνδρου. Προφανώς, βλέπει τις ιδεολογικοπολιτικές μετατοπίσεις που συντελούνται στην Ευρώπη και παγκοσμίως, μετά την εκλογή Τραμπ και «δεν θέλει», σύμφωνα με τα λεγόμενα συνεργάτη του, «να χαρίσει πατριωτικές και λαϊκές δυνάμεις στη Δεξιά και την Ακροδεξιά».

Σημειώνουμε ότι στις παρασκηνιακές συζητήσεις που γίνονται αναπτύσσεται και μια ιδιότυπη κόντρα ανάμεσα σε Σαμαρά και Τσίπρα, αφού δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι όποιος από τους δύο πρώην πρωθυπουργούς ανακοινώσει πρώτος την ίδρυση νέου κόμματος ενδεχομένως θα στερήσει δυνάμεις -και ποσοστά- από τον άλλο.
Μπορεί ιδεολογικά να είναι ασύμπτωτες οι πορείες τους, όμως και οι δύο άρδευσαν δυνάμεις από το ΠΑΣΟΚ όταν κυβέρνησαν. Επίσης και οι δύο, Σαμαράς και Τσίπρας, θέλουν να ηγηθούν του αντιμητσοτακικού μετώπου, στο οποίο, εκτός από τα κοινωνικά στρώματα που πλήττονται από την αυξανόμενη ακρίβεια, προστίθενται αφενός αυτοί που θέτουν σε πρώτη προτεραιότητα τα λεγόμενα εθνικά θέματα με αιχμή τα Ελληνοτουρκικά και την ενδημική κρίση στην Ε.Ε. και αφετέρου τμήματα της επιχειρηματικής τάξης καθώς και «γκρι κοστούμια» εξουσίας, που θα ήθελαν είτε να υπάρξει αλλαγή στο γκουβέρνο είτε να μετέχουν περισσότερα του ενός κόμματος στη διακυβέρνηση.
Αν ο ένας λόγος που προσφύγαμε στο «Ταβάριτς» είναι για τους πιθανούς συντρόφους του Τσίπρα στο υπό ίδρυση κόμμα του, ο δεύτερος αφορά μια φράση του συγγραφέα του θεατρικού έργου, του Γάλλου Ζακ Ντεβάλ: «Το μισό μιας νίκης είναι η επιλογή του πεδίου μάχης. Το άλλο μισό είναι η επιλογή της κατάλληλης στιγμής». Και στα δύο φαίνεται ότι υπάρχουν ακόμη σοβαρά προβλήματα.
Ο πρώην πρωθυπουργός σε αναντιστοιχία με τα θέματα της επικαιρότητας (ΟΠΕΚΕΠΕ, Προανακριτική για Τέμπη, Λιβύη, Χαφτάρ και μετανάστες, πυρκαγιές κ.ά.) επιλέγει να αντιπαρατεθεί προσωπικά με τον Μητσοτάκη για θέματα του παρελθόντος, όπως ήταν το δημοψήφισμα του 2015. Συνομιλητές του υποστηρίζουν ότι η κίνησή του ήταν αμυντική και απλώς επέλεξε να απαντήσει «σε δημοσιεύματα και την κυβερνητική προπαγάνδα» για το «ΟΧΙ» που έγινε «ΝΑΙ».Η αλήθεια βέβαια είναι ότι ο Τσίπρας όχι μόνο εκμεταλλεύτηκε τα λεγόμενα και γραφόμενα για τις προ δεκαετίας επιλογές του, αλλά και τα επιδίωξε επειδή θεωρεί πως η επιστροφή του για να είναι αποτελεσματική θα πρέπει -σύμφωνα με τα όσα προβλέπονται στο εγχειρίδιο του rebranding του- να σβήσει τις… κηλίδες του παρελθόντος.
«Πεδίο της μάχης»
Βεβαίως γνωρίζει πως το κατά Ντεβάλ «πεδίο της μάχης» του δεν μπορεί να είναι το παρελθόν, αφού δεν ενδιαφέρει τους πολίτες αν το δημοψήφισμα ήταν σωστή ή λανθασμένη τακτική. Πολιτικά και εκλογικά κρίθηκε. Πλέον είναι αρμοδιότητα των ιστορικών. Ενδεχομένως και του ιδίου, σε περίπτωση που θέλει τα όσα έγιναν επί διακυβέρνησής του να μετατραπούν, ως ευπώλητο βιβλίο, σε χριστουγεννιάτικο δώρο.
Τα θέματα που απασχολούν τους πολίτες σχετίζονται με την τωρινή ζωή τους και όχι με τις βεντέτες των πολιτικών για το παρελθόν. Δεν τους απασχολεί ποιος έβλαψε περισσότερο τη χώρα, αλλά ποιος μπορεί να δώσει λύση στα προβλήματα της ακρίβειας, των γλίσχρων μισθών, της ασφάλειας, των υψηλών ενοικίων και των τιμολογίων του ρεύματος, της δημόσιας υγείας και της εκπαίδευσης. Τους αφορούν και τους αγγίζουν οι πόλεμοι, οι νέες ανισότητες και η -διεθνής άμα και εγχώρια- τάση για περιστολή των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, αλλά δεν έχουν σε ιδιαίτερη εκτίμηση τις κοινοβουλευτικές «κοκορομαχίες», αν πρέπει να γίνουν εξεταστικές ή προανακριτικές επιτροπές.
Αν λοιπόν το «πεδίο της μάχης» του Τσίπρα είναι το παρελθόν και η προσωπική του δικαίωση δεν πρόκειται να βρει ούτε πολλούς «συντρόφους», ούτε κυρίως αρκετούς ψηφοφόρους να τον στηρίξουν. Συναφής με το πεδίο της μάχης είναι ο χρόνος. Χθες μπορεί να ήταν νωρίς για ίδρυση νέου κόμματος, αλλά και αύριο μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι αργά αν καθυστερήσει πολύ. Ο χρόνος πλέον μετρά αντίστροφα για τον Τσίπρα.
Ο έντονος τρόπος με τον οποίον εμπλέκεται επ’ εσχάτης στην πολιτική αντιπαράθεση, η προσωπική μονομαχία με τον Μητσοτάκη και η προεξόφληση της ίδρυσης νέου κόμματος ουσιαστικά δεσμεύουν τον Τσίπρα να ανακοινώσει όσο πιο γρήγορα μπορεί τις προθέσεις του. Θέλει να φτιάξει ένα νέο και προσωπικό κόμμα που θα βρίσκεται στον χώρο της Κεντροαριστεράς; Θέλει να ηγηθεί μιας εκλογικής συμμαχίας των διάσπαρτων δυνάμεων της Αριστεράς; Θέλει να ξαναπιάσει το νήμα από εκεί που το άφησε το 2023, όταν παραιτήθηκε από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ;
Αν καθυστερήσει πολύ η πρωτοβουλία που θέλει να αναλάβει, ο κίνδυνος «να καεί στο ζέσταμα» είναι μεγάλος. «Ο,τι είναι να κάνει πρέπει να το κάνει γρήγορα», μας λέει παλιός του σύντροφος, ο οποίος θα ήθελε να συμπαραταχθεί μαζί του, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι ο Αλέξης τον θέλει δίπλα του. Και συμπληρώνει: «Αφού η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ γυρνάει την πλάτη της και στον Τσίπρα και σε εκλογική συμμαχία με την Αριστερά, ο Αλέξης θα πρέπει να επιλέξει είτε να πάει με νέους και άφθαρτους, που είναι δύσκολο να βρεθούν και να του δώσουν το ισχυρό ποσοστό που θέλει για να ξαναμπεί από θέση ισχύος στο πολιτικό και κυβερνητικό παιχνίδι, είτε να τεθεί επικεφαλής μιας εκλογικής συμμαχίας του ΣΥΡΙΖΑ, τμήματος της Νέας Αριστεράς, του Κόσμου του Πέτρου Κόκκαλη και κάποιων πασοκογενών». Στην Κουμουνδούρου προτιμούν το δεύτερο, αφού με αυτόν τον τρόπο μπορεί να διασωθεί εκλογικά η αφρόκρεμα του κομματικού της απαράτ.
Στη Νέα Αριστερά οι μισοί (Τσακαλώτος, Σκουρλέτης, Φίλης, Βούτσης, Σακελλαρίδης κ.ά.) θέλουν να συνεχίσουν στον χώρο της Ριζοσπαστικής Αριστεράς και οπωσδήποτε δεν θέλουν να βρεθούν ξανά σε ένα αρχηγικό κόμμα του Τσίπρα. Χαρίτσης, Αχτσιόγλου, Τζανακόπουλος, Ηλιόπουλος δεν θα ήταν αντίθετοι σε μια πρωτοβουλία Τσίπρα που θα τους έβγαζε όλους από το αδιέξοδο και θα ξαναέκανε την Αριστερά υπολογίσιμο παράγοντα στο πολιτικό και κυβερνητικό παιχνίδι. Της ίδιας λογικής λέγεται ότι είναι και ο αντιπρόεδρος των κυβερνήσεων Τσίπρα και ιστορικό στέλεχος της Αριστεράς Γιάννης Δραγασάκης.
Νέοι βουλευτές
Σε περίπτωση που ο Τσίπρας προχωρήσει στην ίδρυση προσωπικού κόμματος θα πρέπει να υπολογίζει και στη στήριξη κάποιων νέων βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, όπως ο Συμεών Κεδίκογλου από την Εύβοια, ο Μίλτος Ζαμπάρας από την Αιτωλοακαρνανία, ο Αλέξανδρος Μεϊκόπουλος από τη Μαγνησία, η Πόπη Τσαπανίδου από το Επικρατείας, ο Χάρης Μαμουλάκης από το Ηράκλειο, ο Κώστας Μπάρκας από την Πρέβεζα, η Κατερίνα Νοτοπούλου από τη Θεσσαλονίκη.
Εξυπακούεται ότι δεν πρόκειται να διασπάσει τον ΣΥΡΙΖΑ και να ιδρύσει ξεχωριστή Κοινοβουλευτική Ομάδα, αλλά οι προαναφερόμενοι, όπως και άλλοι συνάδελφοί τους που δεν θεωρούνται «σημαδεμένοι», θα ήθελε ο Τσίπρας να βρίσκονται στα ψηφοδέλτια του κόμματός του, όταν αυτό ιδρυθεί.
Οπως θα ήθελε να βρίσκεται και ο Διονύσης Τεμπονέρας. Από τα νέα και άφθαρτα πολιτικά πρόσωπα ο Τσίπρας υπολογίζει να έχει στο πλευρό του τουλάχιστον τα 20 από τα 30 μέλη του Think Tank που είχε φτιάξει το 2021. Σε αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε και τους μόνιμους συνομιλητές του, όπως είναι ο Γιώργος Χουλιαράκης, ο Δημήτρης Λιάκος, η Ευγενία Φωτονιάτα και ο Φραγκίσκος Κουτεντάκης, αλλά και τους πανεπιστημιακούς που συμμετείχαν στις εκδηλώσεις του Ινστιτούτου του καθώς και τους νεαρούς με επιστημονική και πολιτική κατάρτιση που πρωτοστατούν στην λειτουργία των Ινστιτούτων ΕΝΑ και Πουλαντζάς…
Φωτογραφίες: EUROKINISSI