Το ψάρι, που κάποτε θεωρούνταν το πιο προσιτό φαγητό για το καθημερινό τραπέζι, πλέον αποτελεί είδος πολυτελείας για πολλά νοικοκυριά. Οι τιμές ακόμη και των λεγόμενων «φτηνών» ψαριών, όπως ο γαύρος και η σαρδέλα, έχουν εκτοξευτεί την τελευταία διετία, μετατρέποντας τη λαϊκή ψαρόσουπα σε… πιάτο ακριβού εστιατορίου.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τον Μάιο, τα νωπά είδη ιχθυοπωλείου σημείωσαν αύξηση 8,4% σε ετήσια βάση, ποσοστό που υπερβαίνει κατά τρεις φορές τον γενικό πληθωρισμό στα τρόφιμα, που διαμορφώθηκε στο 2,6%.
Ο γαύρος, που το 2023 κόστιζε περίπου 5 ευρώ το κιλό, πωλείται πλέον στα 8 με 8,5 ευρώ. Ακόμα χειρότερη είναι η εικόνα για τη σαρδέλα, η οποία από τα 5 ευρώ το κιλό δύο χρόνια πριν, φτάνει σήμερα τα 11 ευρώ. «Η σαρδέλα έχει σπανίσει, εξάγονται μεγάλες ποσότητες στο εξωτερικό, και ό,τι μένει στην εγχώρια αγορά πωλείται πολύ ακριβότερα, γιατί υπάρχει μεγάλη ζήτηση», δηλώνει ιδιοκτήτης ιχθυοπωλείου στο Περιστέρι.
Όπως σημειώνει, οι ιχθυοπώλες προσπαθούν να απορροφήσουν μέρος της αύξησης, όμως το κόστος είναι πλέον ασφυκτικό.
Τι συμβαίνει με τις ιχθυοκαλλιέργειες
Το ίδιο «κύμα» ανατιμήσεων χτυπά και τα ψάρια ιχθυοτροφείου. Η τσιπούρα, που το 2023 κόστιζε 8,5 ευρώ το κιλό, πωλείται πλέον στα 11,5 ευρώ. Το λαβράκι από 10 ευρώ πριν δύο χρόνια, έχει φτάσει μέχρι και τα 14 ευρώ.
Η παραγωγή των ιχθυοκαλλιεργειών έχει μειωθεί αισθητά σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Κύρια αιτία είναι το αυξημένο κόστος παραγωγής κυρίως των ζωοτροφών αλλά και η κλιματική κρίση, η οποία επηρεάζει τη θερμοκρασία και τη χημική σύσταση των υδάτων, επηρεάζοντας άμεσα την ανάπτυξη των ψαριών. Τα ακριβότερα ψάρια, όπως η σφυρίδα και ο ροφός, παραμένουν σταθερά σε υψηλά επίπεδα άνω των 20-25 ευρώ το κιλό ωστόσο, πλέον η πλειονότητα των καταναλωτών ούτε που τα πλησιάζει. Αντίστοιχα, τα ψιλά ψάρια, που θεωρούνταν η εναλλακτική λύση για το λαϊκό τραπέζι, μετατρέπονται κι αυτά σε… απαγορευτικό προϊόν.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της αγοράς, το ράλι στις τιμές των φθηνών ψαριών αναμένεται να συνεχιστεί τουλάχιστον για ακόμη 12-18 μήνες, μέχρι να εξομαλυνθεί η εγχώρια παραγωγή και να επανέλθουν τα αποθέματα.